Ρέψιμο στα λιθουανικά
Μετάφραση: ρέψιμο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raugėjimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρέψιμο
ρέψιμο βρέφους, ρέψιμο νεογέννητου, ρέψιμο στομάχι, ρέψιμο πόνος στο στήθος, ρέψιμο κλούβιο αυγό, ρέψιμο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ρέψιμο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ράφι στα λιθουανικά - lentyna, Tinkamumo, lentynos, nepažeidus originalios
- ρέλι στα λιθουανικά - riba, siena, kraštas, paraštė, gelbėjimo virvė, gelbėjimo, gyvybiškai, ...
- ρέω στα λιθουανικά - srautas, srovė, tekėti, srauto, srautą, pratekėjimas
- ρήγας στα λιθουανικά - karalius, caras, karaliaus, king, karaliumi
Τυχαίες λέξεις
Ρέψιμο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: raugėjimas
Μεταφράσεις: raugėjimas