Σάλι στα λιθουανικά

Μετάφραση: σάλι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skara, šalikas, šalikų
Σάλι στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σάλι

σάλι σπέκτρα, σάλι ράιντ, σάλι αξλ, σάλι με βελόνες, σάλι μπερίσα, σάλι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σάλι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ρύπανση στα λιθουανικά - teršimas, tarša, taršos, taršą, užterštumas, užterštumo
  • ρώμη στα λιθουανικά - Roma, rome, Romos, Romoje
  • σάλος στα λιθουανικά - triukšmas, pasipūtimas, sąmyšis, pasipūtimas pasiekė, Tumult
  • σάλπιγγα στα λιθουανικά - trimitas, ragas, kornetas, ragelis, trimitininkas, riaumojimas, ištrimituoti, ...
Τυχαίες λέξεις
Σάλι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skara, šalikas, šalikų