Σάλος στα λιθουανικά
Μετάφραση: σάλος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
triukšmas, pasipūtimas, sąmyšis, pasipūtimas pasiekė, Tumult
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σάλος
σάλος στο διαδίκτυο με την πιο περιζήτητη sex-tape όλων των εποχών, σάλος με διαγωνιζόμενο που κούρεψε τη δέσποινα βανδή με την «ψιλή» στα γυρίσματα του «the voice», σάλος στα τρίκαλα διαλύθηκε ο γάμος όταν αποκαλύφθηκε ότι η νύφη, σάλος στο youtube για τον πιο... ανόητο έφηβο, σάλος λαγός, σάλος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σάλος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ρώμη στα λιθουανικά - Roma, rome, Romos, Romoje
- σάλι στα λιθουανικά - skara, šalikas, šalikų
- σάλπιγγα στα λιθουανικά - trimitas, ragas, kornetas, ragelis, trimitininkas, riaumojimas, ištrimituoti, ...
- σάλτσα στα λιθουανικά - padažas, padažu, padažo, padaže, sauce
Τυχαίες λέξεις
Σάλος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: triukšmas, pasipūtimas, sąmyšis, pasipūtimas pasiekė, Tumult
Μεταφράσεις: triukšmas, pasipūtimas, sąmyšis, pasipūtimas pasiekė, Tumult