Σκαλίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: σκαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dirbti, pasinerti į, knistis į, zagłębić
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σκαλίζω
σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σκαλίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σκίτσο στα λιθουανικά - škicas, eskizas, brėžinys, schema
- σκαθάρι στα λιθουανικά - vabalas, vabaliukas, plūkti, kūlė, plūktuvas
- σκαλιστήρι στα λιθουανικά - pokeris, kauptukas, kapstas, kaplė, kapliuoti, Kaplis
- σκαλωσιά στα λιθουανικά - pastoliai, pastolių, pastoliai iš, pastolius
Τυχαίες λέξεις
Σκαλίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dirbti, pasinerti į, knistis į, zagłębić
Μεταφράσεις: dirbti, pasinerti į, knistis į, zagłębić