Σοκάκι στα λιθουανικά
Μετάφραση: σοκάκι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skersgatvis, gatvelė, Backstreet, gatvelėje, maža gatvelė
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σοκάκι
σοκάκι συνώνυμα, γιαχνί σοκάκι, σοκάκι ναύπλιο, σοκάκι καρπενήσι, μακρύ σοκάκι, σοκάκι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σοκάκι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σοδειά στα λιθουανικά - derlius, pasėliai, pasėlių, derliaus, augalininkystės
- σοκ στα λιθουανικά - šokas, šoko, šoką, smūgiams, smūgis
- σοκολάτα στα λιθουανικά - šokoladas, šokolado, Chocolate, Šokoladinis, šokoladą
- σολομός στα λιθουανικά - lašiša, lašišos, lašišų, lašišai
Τυχαίες λέξεις
Σοκάκι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skersgatvis, gatvelė, Backstreet, gatvelėje, maža gatvelė
Μεταφράσεις: skersgatvis, gatvelė, Backstreet, gatvelėje, maža gatvelė