Στρατολογώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: στρατολογώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atskleisti, oficialiai priimti į, oficialiai priimti į tarnybą, Nosēdināt, supažindinti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρατολογώ
στρατολογώ συνώνυμα, στρατολογώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, στρατολογώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- στρατιώτης στα λιθουανικά - kareivis, karys, Eilinis, kariai, kareivius
- στρατολογία στα λιθουανικά - prievolė, šaukimas, karo prievolė, jaunuolių šaukimą, jaunuolių šaukimą į
- στρατολόγηση στα λιθουανικά - verbavimas, įdarbinimo, įdarbinimas, paieška visame, Darbo paieška visame
- στρατός στα λιθουανικά - armija, kariuomenė, armijos, kariuomenės, kariuomenę
Τυχαίες λέξεις
Στρατολογώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atskleisti, oficialiai priimti į, oficialiai priimti į tarnybą, Nosēdināt, supažindinti
Μεταφράσεις: atskleisti, oficialiai priimti į, oficialiai priimti į tarnybą, Nosēdināt, supažindinti