Συναρπαστικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: συναρπαστικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įdomus, jaudinantis, įdomu, įdomi, įdomių
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναρπαστικός
συναρπαστικός συνώνυμο, συναρπαστικόσ τι σημαινει, συναρπαστικός συνώνυμα, συναρπαστικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συναρπαστικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- συναρμολογώ στα λιθουανικά - surinkti, palyginti, lyginti, lygina, sulyginti, sulygina
- συναρμολόγηση στα λιθουανικά - pritaikymas, tinkamas, montavimo, įrengimo, montuoti
- συνασπισμός στα λιθουανικά - lyga, susivienijimas, koalicija, koalicijos, koaliciją, koalicinė, koalicijai
- συναυλία στα λιθουανικά - koncertas, koncertų, koncertą, koncerto
Τυχαίες λέξεις
Συναρπαστικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įdomus, jaudinantis, įdomu, įdomi, įdomių
Μεταφράσεις: įdomus, jaudinantis, įdomu, įdomi, įdomių