Συσσωρεύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: συσσωρεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
susikaupti, krūva, kaupas, apiberti, kaugė, malka
Συσσωρεύω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συσσωρεύω

συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συσσωρεύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συσσωμάτωμα στα λιθουανικά - bendras, Kompleksinė, bendra, jungtinis, Aggregate
  • συσσωματώνω στα λιθουανικά - įkūnyti, įkūnija, įgyvendinti, įkūnytų, apimti
  • συσσώρευση στα λιθουανικά - kaupimas, susikaupimas, kaupimasis, kaupimo, kaupimosi
  • συστέλλομαι στα λιθουανικά - kontraktas, sudaryti, sutartis, susiraukti, Zeschnąć, susiraukšlėti, išsausti, ...
Τυχαίες λέξεις
Συσσωρεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: susikaupti, krūva, kaupas, apiberti, kaugė, malka