Τετριμμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: τετριμμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Nuvalkioti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τετριμμένος
τετριμμένος λεξικο, τετριμμένος translate, τετριμμένος ετυμολογια, τετριμμένος συνώνυμο, τετριμμένος αγγλικα, τετριμμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τετριμμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τετραπλασιάζω στα λιθουανικά - keturgubas, Keturvietis, keturviečiai, keturgubėti, keturgubas dydis
- τετραπλός στα λιθουανικά - keturių egzempliorių, Daryti keturių egzempliorių, iš keturių egzempliorių, už keturių egzempliorių, Keturi vienodi egzemplioriai
- τεφροειδής στα λιθουανικά - tefroeidis
- τεφρώδης στα λιθουανικά - išbalęs, Pelenų, Pilkšvasis, išblyškęs, peleniškas
Τυχαίες λέξεις
Τετριμμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Nuvalkioti
Μεταφράσεις: Nuvalkioti