Τρόμπα στα λιθουανικά
Μετάφραση: τρόμπα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pompa, siurblys, pumpuoti, širdis, siurblio, siurblį, siurblių
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρόμπα
τρόμπα για προσυμπιεσμένα αεροβόλα, τρόμπα νερού τιμή, τρόμπα μουσικό όργανο, τρόμπα μαρίνα, τρόμπα ποδηλάτου, τρόμπα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, τρόμπα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- τρωκτικό στα λιθουανικά - graužikas, graužikų, graužikais, graužikai, lyties graužikais
- τρόμος στα λιθουανικά - išgąstis, baisumas, baimė, drebulys, tremoras, drebėjimas, tremorą, ...
- τρόπαιο στα λιθουανικά - trofėjus, Prizo, trophy, trofėjų
- τρόπος στα λιθουανικά - maniera, būdas, būdu, kelias, taip, būdų
Τυχαίες λέξεις
Τρόμπα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pompa, siurblys, pumpuoti, širdis, siurblio, siurblį, siurblių
Μεταφράσεις: pompa, siurblys, pumpuoti, širdis, siurblio, siurblį, siurblių