Υποκινώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: υποκινώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurstyti, kurstė, Būti netinkamai, Padėti nusikaltimą, Paskatinti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: υποκινώ
υποκινώ λεξικό, υποκινώ συνώνυμο, υποκινώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, υποκινώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- υποκειμενικότητα στα λιθουανικά - subjektyvumas, subjektyvumo, subjektyvumą, subjektyvumui, subjektyvumas yra
- υποκινητής στα λιθουανικά - iniciatorius, pradininko, iniciatorių, variklis
- υποκοριστικός στα λιθουανικά - ypokoristikos
- υποκρισία στα λιθουανικά - žargonas, veidmainystė, veidmainystės, veidmainiai, veidmainiavimas
Τυχαίες λέξεις
Υποκινώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kurstyti, kurstė, Būti netinkamai, Padėti nusikaltimą, Paskatinti
Μεταφράσεις: kurstyti, kurstė, Būti netinkamai, Padėti nusikaltimą, Paskatinti