Χειραγωγία στα λιθουανικά
Μετάφραση: χειραγωγία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
manipuliatorius, manipuliatoriaus, manipulator, manipuliatoriumi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χειραγωγία
χειραγωγία ορισμός, χειραγωγία στην πνευματική ζωή, χειραγωγία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, χειραγωγία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- χειράμαξα στα λιθουανικά - vežimas, vežti, karutis, wheelbarrow, Taczki, Ķerra, vienratis
- χειρίζομαι στα λιθουανικά - rankena, tvarkyti, dirbti, valdyti, apdoroti
- χειραφέτηση στα λιθουανικά - emancipacija, emancipacijos, Išlaisvinimas, išsivadavimas, emancipaciją
- χειραφετώ στα λιθουανικά - išlaisvinti, suteikti rinkimų teisę, Atleidžiami, Suteikti balsavimo teisę, Dot rinkimų teise
Τυχαίες λέξεις
Χειραγωγία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: manipuliatorius, manipuliatoriaus, manipulator, manipuliatoriumi
Μεταφράσεις: manipuliatorius, manipuliatoriaus, manipulator, manipuliatoriumi