Ακολασία στα νορβηγικά
Μετάφραση: ακολασία, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
orgie, tøylesløshet, licentiousness, utukt, skamløshet, umoral
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακολασία
ακολασία ετυμολογία, ακολασία λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ακολασία στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ακοή στα νορβηγικά - hørsel, hørsels, høre, å høre, hørt
- ακοινώνητος στα νορβηγικά - uselskapelig, usosial, lite omgjengelig
- ακολουθία στα νορβηγικά - suite, påfølgende, følgende, neste, følge, eskorte, sekvens, ...
- ακολουθώ στα νορβηγικά - følge, etterfølge, ledsage, forfølge, arbeide, å forfølge, arbeide for
Τυχαίες λέξεις
Ακολασία στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: orgie, tøylesløshet, licentiousness, utukt, skamløshet, umoral
Μεταφράσεις: orgie, tøylesløshet, licentiousness, utukt, skamløshet, umoral