Αποβλέπω στα νορβηγικά
Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mål, sikte, formål, hensikt, målene, målsettinger, Målet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλέπω
αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αποβλέπω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αποβάλλω στα νορβηγικά - avbryte, ekskludere, abortere, skur, utvise, fordrive, å utvise, ...
- αποβλάκωση στα νορβηγικά - forbløffelse, stupefaction
- αποβλακώνω στα νορβηγικά - forbløffe, stupefy
- αποβολή στα νορβηγικά - abort, utvisning
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: mål, sikte, formål, hensikt, målene, målsettinger, Målet
Μεταφράσεις: mål, sikte, formål, hensikt, målene, målsettinger, Målet