Γενική στα νορβηγικά

Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
general, generelt, generell, generelle
Γενική στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενική

γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας νορβηγικά, γενική στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • γενιά στα νορβηγικά - generasjon, generasjonen, generasjons, generering, slekt
  • γενικά στα νορβηγικά - vanligvis, generelt, regel, som regel
  • γενικός στα νορβηγικά - alminnelig, allmenn, general, generell, generelt, generelle
  • γενικότητα στα νορβηγικά - generalitet, generelle, allmenn, allmenngyldig, generaliteten
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: general, generelt, generell, generelle