Δικάζω στα νορβηγικά

Μετάφραση: δικάζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dommer, dommeren, dømme, bedømme
Δικάζω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικάζω

δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω translated, δικάζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δικάζω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • διηθώ στα νορβηγικά - filter, belastning, rase, infiltrere, infiltrerer, å infiltrere
  • διθυραμβικός στα νορβηγικά - dithyrambic
  • δικαίωμα στα νορβηγικά - rett, riktig, rettighet, høyre, akkurat, riktig måte
  • δικαιοδοσία στα νορβηγικά - jurisdiksjon, jurisdiksjonen, domsmyndighet, myndighet, kompetanse
Τυχαίες λέξεις
Δικάζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: dommer, dommeren, dømme, bedømme