Δοκίμιο στα νορβηγικά
Μετάφραση: δοκίμιο, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stil, prøve, forsøk, bevis, proof, bevis på, sikker, beviset
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκίμιο
δοκίμιο ιστορίας του κκε, δοκίμιο περί ανθρώπινης βλακείας, δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση, δοκίμιο γ λυκείου, δοκίμιο περί βλακείας, δοκίμιο λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δοκίμιο στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- δοκάρι στα νορβηγικά - rank, stilling, rettskaffen, rak, post, påle, staur, ...
- δοκίμια στα νορβηγικά - prøve, forsøk, stil, essays, essay, essayer, essayene
- δοκιμάζω στα νορβηγικά - prøve, vareprøve, mønster, forsøk, forsøke, prøver, prøv, ...
- δοκιμασία στα νορβηγικά - rettergang, prøve, undersøkelse, forsøk, rettssak, rettssaken, prøving, ...
Τυχαίες λέξεις
Δοκίμιο στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: stil, prøve, forsøk, bevis, proof, bevis på, sikker, beviset
Μεταφράσεις: stil, prøve, forsøk, bevis, proof, bevis på, sikker, beviset