Εγκαρτέρηση στα νορβηγικά
Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utholdenhet, standhaftighet, utholdenhet til
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση
εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εγκαρτέρηση στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εγκαινιάζω στα νορβηγικά - åpenlys, innvie, innlede, åpen, åpne, fri, innviet, ...
- εγκαλώ στα νορβηγικά - bønnfalle, arraign
- εγκατάλειψη στα νορβηγικά - oppgivelse, avskaffelse, nedstengning, forlatt, etterlatelse
- εγκατάσταση στα νορβηγικά - installasjon, installering, installasjonen, installasjons, installer
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: utholdenhet, standhaftighet, utholdenhet til
Μεταφράσεις: utholdenhet, standhaftighet, utholdenhet til