Καθρέφτης στα νορβηγικά
Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
speile, speil, avspeile, Mirror, speilet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθρέφτης
καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας νορβηγικά, καθρέφτης στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- καθορισμένος στα νορβηγικά - legge, fast, faste, bestemt, fastsatt
- καθοριστικός στα νορβηγικά - avgjørende, determinant, determinanten, bestemmende, bestemmende faktor
- καθυστέρηση στα νορβηγικά - forhale, forsinke, forsinkelse, oppholde, forsinkelsen, opphold, forsinkelses
- καθυστερημένος στα νορβηγικά - tilbakestående, utviklingshemmede, stående, retardert, hemmet
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: speile, speil, avspeile, Mirror, speilet
Μεταφράσεις: speile, speil, avspeile, Mirror, speilet