Κατήφεια στα νορβηγικά
Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tungsindig, tungsinn, dysterhet, mørket, mørke, halvmørke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατήφεια
κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας νορβηγικά, κατήφεια στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- κατέχω στα νορβηγικά - eie, eget, besitte, hold, holde, holder, hold inne, ...
- κατήγορος στα νορβηγικά - aktor, advokaten, påtalemyndigheten, anklager
- κατήφορος στα νορβηγικά - nedoverbakke, downhill, utfor, nedover
- καταβάλλω στα νορβηγικά - beseire, manne, overmanne, makt over, få makt over, påmonteres for kraftig motor
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: tungsindig, tungsinn, dysterhet, mørket, mørke, halvmørke
Μεταφράσεις: tungsindig, tungsinn, dysterhet, mørket, mørke, halvmørke