Μολύνω στα νορβηγικά
Μετάφραση: μολύνω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forurense, infisere, smitte, infiserer, smitter, å infisere
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μολύνω
μολύνω στα αγγλικα, μολύνω μολυνει μολύνει, μολύνω συνώνυμο, μολύνω παρατατικός, μολύνω συνώνυμα, μολύνω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, μολύνω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- μολυσματικός στα νορβηγικά - infeksiøs, infective, infeksiøse, infeksiøst, smittsomme
- μολύβι στα νορβηγικά - blyant, blyanten, penn, blyant for
- μομφή στα νορβηγικά - bebreidelse, hån, vanære, spott, håne
- μονάδα στα νορβηγικά - enhet, enheten, enhets
Τυχαίες λέξεις
Μολύνω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: forurense, infisere, smitte, infiserer, smitter, å infisere
Μεταφράσεις: forurense, infisere, smitte, infiserer, smitter, å infisere