Οικειοποιούμαι στα νορβηγικά
Μετάφραση: οικειοποιούμαι, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
passende, oikeiopoioumai
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οικειοποιούμαι
οικειοποιούμαι αντωνυμα, οικειοποιούμαι συνώνυμο, οικειοποιούμαι στα αγγλικα, οικειοποιούμαι συνωνυμα, οικειοποιούμαι αντωνυμο, οικειοποιούμαι λεξικό γλώσσας νορβηγικά, οικειοποιούμαι στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- οθόνη στα νορβηγικά - monitor, utstilling, vise, overvåke, skjerm, skjermen, skjermbilde
- οικείος στα νορβηγικά - fortrolig, kjent, velkjent, kjente, er kjent
- οικειότητα στα νορβηγικά - intimitet, intimiteten, nærhet, fortrolighet, intime
- οικιακός στα νορβηγικά - hjemlig, huslig, husholdning, familie, slekt, husstand, husholdningen, ...
Τυχαίες λέξεις
Οικειοποιούμαι στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: passende, oikeiopoioumai
Μεταφράσεις: passende, oikeiopoioumai