Στενάζω στα νορβηγικά

Μετάφραση: στενάζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
jamre, stønn, stønne, moan
Στενάζω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενάζω

στενάζω συνώνυμα, στενάζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, στενάζω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • στεγνός στα νορβηγικά - ironisk, tørke, tørr, tørt, selskaps, tørre
  • στενά στα νορβηγικά - passere, passerseddel, tett, nært, nøye, nærmere, nær
  • στενός στα νορβηγικά - gjerrig, ubetydelig, trang, stram, fortrolig, tett, nær, ...
  • στενόχωρος στα νορβηγικά - trang, ubehagelig, komfortabel, ubehag, ukomfortabel
Τυχαίες λέξεις
Στενάζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: jamre, stønn, stønne, moan