Άνοιγμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: άνοιγμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opening, openen, openstelling, de opening, het openen
Άνοιγμα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άνοιγμα

άνοιγμα λογαριασμού εθνική, άνοιγμα φύλλου, άνοιγμα λογαριασμού πειραιώς, άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού, άνοιγμα λογαριασμού gmail, άνοιγμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άνοιγμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • άνισος στα ολλανδικά - ongelijk, ongelijke, een ongelijke, de ongelijke, ongelijkheid
  • άνοδος στα ολλανδικά - prooi, vermeerdering, aanwinst, buit, anode, de anode, anode-
  • άνοιξη στα ολλανδικά - ontspringen, lente, kwel, voorjaar, springveer, bron, opwellen, ...
  • άνομος στα ολλανδικά - wetteloos, wetteloze, lawless, wettelozen, wetteloosheid
Τυχαίες λέξεις
Άνοιγμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opening, openen, openstelling, de opening, het openen