Έγκυρος στα ολλανδικά

Μετάφραση: έγκυρος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geldig, geldige, geldt, gelden, geldig is
Έγκυρος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έγκυρος

έγκυρος συνώνυμο, έγκαιρος αγγλικά, έγκυρος αφμ, έγκυος στα αγγλικά, έγκυρος ονειροκρίτης, έγκυρος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έγκυρος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έγκριση στα ολλανδικά - aanbeveling, fiat, bijval, goedkeuring, toejuiching, acclamatie, de goedkeuring, ...
  • έγκυος στα ολλανδικά - drachtig, zwanger, zwangere, zwangerschap, zwanger bent
  • έγχρωμος στα ολλανδικά - kleuren, verven, gekleurde, gekleurd, kleurige, kleur, Meerkleurige
  • έγχυμα στα ολλανδικά - aftreksel, infusie, infuus, intraveneuze infusie, de infusie
Τυχαίες λέξεις
Έγκυρος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geldig, geldige, geldt, gelden, geldig is