Έκταση στα ολλανδικά

Μετάφραση: έκταση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achtervoegsel, suffix, omvang, uitgebreidheid, gebied, ruimte, omgeving, oppervlakte, regio
Έκταση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έκταση

έκταση αθήνας, έκταση πάτρας, έκταση της ελλάδας, έκταση δήμων, έκταση ελληνικού, έκταση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έκταση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έκρηξη στα ολλανδικά - uitslag, ontploffing, uitbarsting, explosie, explosiegevaar, ontploffingsgevaar, explosies
  • έκσταση στα ολλανδικά - extase, vervoering, ecstasy, XTC, van ecstasy
  • έκτος στα ολλανδικά - zesde, de zesde, Sixth, het zesde
  • έκτρωση στα ολλανδικά - abortus, miskraam, van abortus, de abortus, abortus te
Τυχαίες λέξεις
Έκταση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: achtervoegsel, suffix, omvang, uitgebreidheid, gebied, ruimte, omgeving, oppervlakte, regio