Ένας στα ολλανδικά

Μετάφραση: ένας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
een, één, 'n, je, men, ene, iemand
Ένας στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένας

ένας πύργος στην ιταλία, ένας χωρισμός, ένας τρελός τρελός αεροπειρατής, ένας εχθρός του λαού, ένας κόμπος η χαρά μου, ένας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ένας στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έναρθρος στα ολλανδικά - welbespraakt, welsprekendheid
  • έναρξη στα ολλανδικά - kwel, begin, bron, herkomst, intrede, aanhef, welput, ...
  • έναστρος στα ολλανδικά - sterrenhemel, Starry, sterrige, De Sterrige, sterrig
  • ένδεια στα ολλανδικά - armoede, behoefte, behoeftigheid, neediness, behoeftig, hulpbehoevendheid
Τυχαίες λέξεις
Ένας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: een, één, 'n, je, men, ene, iemand