Αγαλματάκι στα ολλανδικά

Μετάφραση: αγαλματάκι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beeldje, statuette, beeldje van, Het beeldje, Het beeldje van
Αγαλματάκι στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγαλματάκι

αγαλματάκι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγαλματάκι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αγαθό στα ολλανδικά - artikel, handelsartikel, handelswaar, waren, goed, goede, een goede, ...
  • αγαθός στα ολλανδικά - gezond, okay, vaardig, bedreven, vakman, expert, handig, ...
  • αγανάκτηση στα ολλανδικά - roep, wraakgierigheid, schreeuw, wraakzucht, kreet, wrok, haatdragendheid, ...
  • αγαπημένος στα ολλανδικά - geacht, bemind, dierbaar, lief, duur, uitverkoren, prijzig, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγαλματάκι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beeldje, statuette, beeldje van, Het beeldje, Het beeldje van