Αγγειακός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αγγειακός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaat-, vasculaire, vasculair, de vasculaire, bloedvaten
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγγειακός
αγγειακός δακτύλιος, αγγειακός σπίλος, αγγειακός τόνος, αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, αγγειακόσ παρκινσονισμόσ, αγγειακός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγγειακός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αγγαρεία στα ολλανδικά - piepen, knarsen, arbeiden, karwei, klus, hele klus, behoorlijke inspanning, ...
- αγγείο στα ολλανδικά - boot, bak, foedraal, schip, pul, vat, pot, ...
- αγγειοπλάστης στα ολλανδικά - pottenbakker, Potter, de pottenbakker, pottenbakker van, de pottenbakker van
- αγγειοπλαστική στα ολλανδικά - aardewerk, pottenbakkerij, Pottery, keramiek, pottenbakken
Τυχαίες λέξεις
Αγγειακός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vaat-, vasculaire, vasculair, de vasculaire, bloedvaten
Μεταφράσεις: vaat-, vasculaire, vasculair, de vasculaire, bloedvaten