Αγοραστής στα ολλανδικά
Μετάφραση: αγοραστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afnemer, klant, koper, de koper, kopers
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγοραστής
αγοραστήσ υπηρεσιών υγείασ, αγοραστής του 902, αγοραστής τέζα, η αγοραστής, προσωπικός αγοραστής, αγοραστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγοραστής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αγοράζω στα ολλανδικά - aanschaf, aanschaffen, overname, inkoop, afnemen, aankoop, gekochte, ...
- αγορίστικός στα ολλανδικά - jongensachtig, jongensachtige, boyish, jongens-
- αγορεύω στα ολλανδικά - pleiten, bepleiten, pleit, smeken, aanvoeren
- αγράμματος στα ολλανδικά - ongeletterd, onkundig, onontwikkeld, analfabeet, ongeletterde, analfabeten, analfabete
Τυχαίες λέξεις
Αγοραστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afnemer, klant, koper, de koper, kopers
Μεταφράσεις: afnemer, klant, koper, de koper, kopers