Αγόρι στα ολλανδικά
Μετάφραση: αγόρι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zoon, knaap, jongen, boy, jongen van, De jongen, jongetje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγόρι
αγόρι μου τζένη βάνου, αγόρι μου τζένη βάνου στίχοι, αγόρι μου, αγόρι μου στολίδι μου, αγόρι ή κορίτσι, αγόρι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αγόρι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αγωνιστής στα ολλανδικά - vechter, gevechtsvliegtuig, fighter, vechter van, strijder
- αγωνιώ στα ολλανδικά - angst, zielsangst, beklemming, smart, benauwdheid, zijn, worden, ...
- αγύρτης στα ολλανδικά - landloper, vagebond, charlatan, zwerver, kwakzalver, bedrieger, oplichter, ...
- αγώνας στα ολλανδικά - vechten, echtelieden, strijd, koppel, slag, wedstrijd, strijden, ...
Τυχαίες λέξεις
Αγόρι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zoon, knaap, jongen, boy, jongen van, De jongen, jongetje
Μεταφράσεις: zoon, knaap, jongen, boy, jongen van, De jongen, jongetje