Αδίστακτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αδίστακτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meedogenloos, meedogenloze, wrede, genadeloze, ruthless
Αδίστακτος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδίστακτος

αδίστακτος συνώνυμο, αδίστακτοσ english, αδίστακτος συνώνυμα, αδίστακτος πατέρας μαχαίρωσε το μάτι του γιου του, αδίστακτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδίστακτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδέσποτος στα ολλανδικά - dolen, zwerven, dwalen, onbeheerd, eigenaarloos, zonder eigenaar, ownerless
  • αδίκημα στα ολλανδικά - overtreding, vergrijp, aanstoot, belediging, ergernis
  • αδαής στα ολλανδικά - onhandig, links, onervaren, Callow, kaal, onvolwassen
  • αδαμαντίνη στα ολλανδικά - emailleren, glazuur, email, emaille, geëmailleerd, geëmailleerde
Τυχαίες λέξεις
Αδίστακτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: meedogenloos, meedogenloze, wrede, genadeloze, ruthless