Αδύναμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: αδύναμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
broos, uitgeleefd, gammel, breekbaar, fragiel, bouwvallig, zwak, licht, wrak, uitgewoond, aftands, zwakke, weak, zwak is, een zwakke
Αδύναμος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αδύναμος

αδύναμος βικιλεξικο, αδύναμος συνώνυμα, αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας, αδύναμος οργανισμός, αδύναμος χαρακτήρας, αδύναμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αδύναμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αδυναμία στα ολλανδικά - zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
  • αδυνατίζω στα ολλανδικά - schraal, tenger, sprietig, slank, dun, mager, luchtig, ...
  • αδύνατον στα ολλανδικά - onbestaanbaar, onuitstaanbaar, uitgesloten, onmogelijk, onmogelijk op, onmogelijk op een, onmogelijk is, ...
  • αδύνατος στα ολλανδικά - zwak, zwakke, weak, zwak is, een zwakke
Τυχαίες λέξεις
Αδύναμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: broos, uitgeleefd, gammel, breekbaar, fragiel, bouwvallig, zwak, licht, wrak, uitgewoond, aftands, zwakke, weak, zwak is, een zwakke