Ακολουθία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακολουθία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volgend, vervolging, leden, aanstaand, achtervolging, begeleiding, accompagnement, gevolg, opeenvolging, volgorde, sequentie, reeks
Ακολουθία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακολουθία

ακολουθία γάμου, ακολουθία του νυμφίου, ακολουθία φιμπονατσι, ακολουθία θείας μεταλήψεως mp3, ακολουθία μεταλήψεως, ακολουθία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακολουθία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακοινώνητος στα ολλανδικά - ongezellig, unsociable, ongebruikelijke, mensenschuw, asociaal
  • ακολασία στα ολλανδικά - drinkgelag, uitspatting, orgie, zwelgpartij, losbandigheid, ongebondenheid, ontuchtigheid, ...
  • ακολουθώ στα ολλανδικά - vergezellen, voortvloeien, begeleiden, accompagneren, bewandelen, nakomen, volgen, ...
  • ακονίζω στα ολλανδικά - verhevigen, slijpen, aanzetten, wetten, scherpen, verscherpen, te scherpen, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακολουθία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: volgend, vervolging, leden, aanstaand, achtervolging, begeleiding, accompagnement, gevolg, opeenvolging, volgorde, sequentie, reeks