Ακονίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verhevigen, slijpen, aanzetten, wetten, scherpen, verscherpen, te scherpen, aanscherpen
Ακονίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακονίζω

ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακονίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθία στα ολλανδικά - volgend, vervolging, leden, aanstaand, achtervolging, begeleiding, accompagnement, ...
  • ακολουθώ στα ολλανδικά - vergezellen, voortvloeien, begeleiden, accompagneren, bewandelen, nakomen, volgen, ...
  • ακουμπώ στα ολλανδικά - mager, schragen, stutten, schraal, sprietig, steunen, aanraken, ...
  • ακουστική στα ολλανδικά - akoestiek, geluidsleer, de akoestiek, akoestische, akoestiek van, akoestisch
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verhevigen, slijpen, aanzetten, wetten, scherpen, verscherpen, te scherpen, aanscherpen