Ακριβός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακριβός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waardevol, lief, gezien, waard, geacht, duur, kostbaar, dierbaar, prijzig, prijzige, dure
Ακριβός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακριβός

ακριβός τσολάκη, ακριβός τσολάκης σκαι, ακριβός συνώνυμα, ακριβός τσολάκης βιογραφικο, ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ' αλεύρι, ακριβός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακριβός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακριβολογία στα ολλανδικά - zorgvuldigheid, scrupules, nauwgezetheid, de zorgvuldigheid
  • ακριβολόγος στα ολλανδικά - zorgvuldig, accuraat, juist, stipt, nauwkeurig, prompt, secuur, ...
  • ακριβώς στα ολλανδικά - nauwgezet, exact, vlak, scherp, precies, juist, accuraat, ...
  • ακριτόμυθος στα ολλανδικά - wauwelaar, leuteraar, boomtimalia, babbler, klapper
Τυχαίες λέξεις
Ακριβός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: waardevol, lief, gezien, waard, geacht, duur, kostbaar, dierbaar, prijzig, prijzige, dure