Αναρρόφηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: αναρρόφηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zuiging, zuigkracht, zuig, zuig-, afzuiging
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρρόφηση
αναρρόφηση τροφής, αναρρόφηση στον ύπνο, αναρρόφηση τιμη, αναρρόφηση λαδιου, αναρρόφηση νερου, αναρρόφηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναρρόφηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αναρριχώμαι στα ολλανδικά - opgaan, opkomen, rijzen, opstaan, klauteren, wedloop, Scramble, ...
- αναρροφώ στα ολλανδικά - hevelen, af te tappen, aftappen, wegzuigen, overhevelen
- αναρρώνω στα ολλανδικά - helen, genezen, aansterken, revalideren, convalesce, te sterken, op verhaal komen
- αναρχία στα ολλανδικά - regeringloosheid, anarchie, anarchy, de anarchie, anarchisme
Τυχαίες λέξεις
Αναρρόφηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zuiging, zuigkracht, zuig, zuig-, afzuiging
Μεταφράσεις: zuiging, zuigkracht, zuig, zuig-, afzuiging