Αναστέλλω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναστέλλω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verhinderen, onderdrukken, beletten, remmen, te remmen
Αναστέλλω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναστέλλω

αναστέλλω αντωνυμο, αναστέλλω τι σημαινει, αναστέλλω συνώνυμο, αναστέλλω λεξικο, αναστέλλω ορισμός, αναστέλλω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναστέλλω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανασκόπηση στα ολλανδικά - revaluatie, tijdschrift, inspectie, revue, studie, bespreken, periodiek, ...
  • αναστάτωση στα ολλανδικά - troebelen, onderbreking, woeling, opschudding, beroering, beweging, interruptie, ...
  • αναστατώνω στα ολλανδικά - beduusd, bedremmeld, verwarring, beteuterd, in de war brengen, fluster, war brengen, ...
  • αναστενάζω στα ολλανδικά - smachten, kreunen, zuchten, zucht, sigh, zuchtend, verzuchting
Τυχαίες λέξεις
Αναστέλλω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verhinderen, onderdrukken, beletten, remmen, te remmen