Ανεξαρτησία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανεξαρτησία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onafhankelijkheid, de onafhankelijkheid, zelfstandigheid, onafhankelijk, onafhankelijkheid van
Ανεξαρτησία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανεξαρτησία

ανεξαρτησία ινδίας, ανεξαρτησία σερβίας, ανεξαρτησία δικαιοσύνης, ανεξαρτησία βενετίας, ανεξαρτησία σκωτίας, ανεξαρτησία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανεξαρτησία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανεμώδης στα ολλανδικά - winderig, winderige, wind, veel wind, windy
  • ανεξάρτητος στα ολλανδικά - onafhankelijk, soeverein, potentaat, beheerser, oppermachtig, zelfstandig, onafhankelijke, ...
  • ανεπάρκεια στα ολλανδικά - ontoereikendheid, insufficiëntie, onvoldoende, tekort, leverinsufficiëntie
  • ανεπίσημος στα ολλανδικά - ordinair, incidenteel, alledaags, vulgair, plat, grof, gewoon, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανεξαρτησία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onafhankelijkheid, de onafhankelijkheid, zelfstandigheid, onafhankelijk, onafhankelijkheid van