Ανησυχώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανησυχώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zorgen, piekeren, zorg, maken, zorgen te maken
Ανησυχώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανησυχώ

ανησυχώ τερζής, ανησυχώ δήμου, ανησυχώ μήπως, ανησυχώ στίχοι, ανησυχώ - ελένη δήμου, ανησυχώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανησυχώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανηλεής στα ολλανδικά - meedogenloos, meedogenloze, wrede, genadeloze, ruthless
  • ανησυχία στα ολλανδικά - zaak, ontzetten, zorg, affaire, belang, bekommernis, ongerustheid, ...
  • ανηφορικός στα ολλανδικά - bergopwaarts, bergop, omhoog, de berg
  • ανθήρας στα ολλανδικά - helmknop, anther, helmknopspecifieke, de helmknop, helmknop-
Τυχαίες λέξεις
Ανησυχώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zorgen, piekeren, zorg, maken, zorgen te maken