Αξιοπιστία στα ολλανδικά
Μετάφραση: αξιοπιστία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
betrouwbaarheid, de betrouwbaarheid, betrouwbaarheid van, betrouwbaar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αξιοπιστία
αξιοπιστία ερωτηματολογίου, αξιοπιστία ποιοτικής έρευνας, αξιοπιστία των μμε, αξιοπιστία συνώνυμα, αξιοπιστία αυτοκινήτων, αξιοπιστία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αξιοπιστία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αξιολύπητος στα ολλανδικά - armoedig, erbarmelijk, beklagenswaardig, jammerlijk, betreurenswaardig, schamel, schraal, ...
- αξιομνημόνευτος στα ολλανδικά - gedenkwaardig, heuglijk, onvergetelijk, onvergetelijke, gedenkwaardige, memorabele
- αξιοποιώ στα ολλανδικά - uitbuiten, exploiteren, uitmelken, akte, daad, handeling, terugeisen, ...
- αξιοπρέπεια στα ολλανδικά - zelfgevoel, zelfrespect, waardigheid, waardig, de waardigheid, waardigheid te, waardigheid van
Τυχαίες λέξεις
Αξιοπιστία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: betrouwbaarheid, de betrouwbaarheid, betrouwbaarheid van, betrouwbaar
Μεταφράσεις: betrouwbaarheid, de betrouwbaarheid, betrouwbaarheid van, betrouwbaar