Απεργία στα ολλανδικά

Μετάφραση: απεργία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kloppen, opvallen, botsen, werkstaking, houwen, raken, slaan, klappen, treffen, halen, staking, Strike, aanval, de Staking, staking van
Απεργία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απεργία

απεργία σήμερα, απεργία λαϊκών αγορών, απεργία πλοίων, απεργία μετρό, απεργία φαρμακείων, απεργία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απεργία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απενεργοποιώ στα ολλανδικά - onbruikbaar maken, uitschakelen, schakelen, te schakelen, uit te schakelen
  • απερίσκεπτος στα ολλανδικά - achteloos, uitslag, onbezonnen, onattent, onbedachtzaam, onattente, onachtzaam
  • απεργοσπάστης στα ολλανδικά - denunciateur, onderkuiper, verklikker, denonceren, aanbrenger
  • απεριποίητος στα ολλανδικά - ongekamd, onverzorgd, onverzorgde, unkempt, ongekamde
Τυχαίες λέξεις
Απεργία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kloppen, opvallen, botsen, werkstaking, houwen, raken, slaan, klappen, treffen, halen, staking, Strike, aanval, de Staking, staking van