Αποδεκατίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποδεκατίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
decimeren, te decimeren, decimeer, te dunnen, dunnen
Αποδεκατίζω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκατίζω

αποδεκατίζω ετυμολογία, αποδεκατίζω σημασια, αποδεκατίζω συνώνυμα, αποδεκατίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποδεκατίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποδείξεις στα ολλανδικά - bewijzen, adstrueren, teken, getuigenis, waarmaken, staven, bewijsmateriaal, ...
  • αποδεικνύω στα ολλανδικά - trachten, voorstellen, presenteren, uitproberen, adstrueren, staven, aanbieden, ...
  • αποδεκτός στα ολλανδικά - aanvaardbaar, aannemelijk, geldig, acceptabel, toelaatbaar, ontvankelijk, ontvankelijk is, ...
  • αποδεσμεύω στα ολλανδικά - ontkluisteren, zich reppen, reppen, losmaken, vrijmaken
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκατίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: decimeren, te decimeren, decimeer, te dunnen, dunnen