Απορρίπτω στα ολλανδικά

Μετάφραση: απορρίπτω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afslaan, vertikken, weigeren, bedanken, verwerpen, afdanken, afkeuren, afwijzen, af te wijzen, te verwerpen
Απορρίπτω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απορρίπτω

απορρίπτω στα αγγλικα, απορρίπτω ρήμα, απορρίπτω ορισμός, απορρίπτω μετάφραση, απορρίπτω κλίση, απορρίπτω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απορρίπτω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απορρέω στα ολλανδικά - aporreo
  • απορρίμματα στα ολλανδικά - afval, draagbaar, uitschot, prullenbak, vuilnis, trash
  • απορροφητικός στα ολλανδικά - absorberend, absorbens, absorberende, zuigende, absorptiemiddel
  • απορροφώ στα ολλανδικά - resorberen, opslurpen, absorberen, opslorpen, grosseren, engross, verdiepen, ...
Τυχαίες λέξεις
Απορρίπτω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afslaan, vertikken, weigeren, bedanken, verwerpen, afdanken, afkeuren, afwijzen, af te wijzen, te verwerpen