Αριθμητική στα ολλανδικά

Μετάφραση: αριθμητική, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cijferen, rekenkunst, cijferkunst, rekenkunde, rekenkundig, rekenkundige, rekenen
Αριθμητική στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αριθμητική

αριθμητική πρόοδος τυποι, αριθμητική ανάλυση, αριθμητική ολοκλήρωση, αριθμητική κωδικοποίηση, αριθμητική παράσταση, αριθμητική λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αριθμητική στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αρδεύω στα ολλανδικά - wateren, bevloeien, besproeien, begieten, gieten, sproeien, irrigeren, ...
  • αρετή στα ολλανδικά - deugd, deugdelijkheid, degelijkheid, deugdzaamheid, krachtens, grond, hoofde
  • αριθμός στα ολλανδικά - nummer, cijferen, tal, afbeelding, rekenen, getal, aantal, ...
  • αριστερός στα ολλανδικά - linker, links, port, haven, linker-, linkerhand, vertrokken, ...
Τυχαίες λέξεις
Αριθμητική στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: cijferen, rekenkunst, cijferkunst, rekenkunde, rekenkundig, rekenkundige, rekenen