Αρχιφύλακας στα ολλανδικά
Μετάφραση: αρχιφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sergeant, opzichter, bewaker, directeur, warden, cipier
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρχιφύλακας
αρχιφύλακας πμς, αρχιφύλακασ αδαμαντία σιάφλα, αρχιφύλακας νίκος γεωργακόπουλος, αρχιφύλακας στα αγγλικά, αρχιφύλακας λιόνα μαρία, αρχιφύλακας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αρχιφύλακας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αρχιτεκτονική στα ολλανδικά - bouwkunst, architectuur, bouwkunde, de architectuur
- αρχιτεκτονικός στα ολλανδικά - bouwkundig, architectonische, architecturale, architecturaal, architectuur
- αρωγή στα ολλανδικά - assistent, baten, erfdienstbaarheid, ondersteuning, assistentie, toeverlaat, heul, ...
- αρωματικός στα ολλανδικά - aromatisch, geurig, aromatische
Τυχαίες λέξεις
Αρχιφύλακας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sergeant, opzichter, bewaker, directeur, warden, cipier
Μεταφράσεις: sergeant, opzichter, bewaker, directeur, warden, cipier