Αστικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stedelijk, stads, stedelijke, de stedelijke, stad stedelijk, stad
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αστικός
αστικός τουρισμός, αστικός συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης, αστικός κώδικας στα αγγλικά, αστικός συνεταιρισμός κοινωνικού σκοπού, αστικός μύθος, αστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αστικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αστερισμός στα ολλανδικά - sterrenbeeld, constellatie, constellation, constellatie van, gesternte
- αστιγματικός στα ολλανδικά - astigmatische, astigmatisch, astigmatisme, de astigmatische, van astigmatisme
- αστοχώ στα ολλανδικά - meisje, missen, juffrouw, mislopen, meid, misgrijpen, Miss, ...
- αστράγαλος στα ολλανδικά - enkel, enkels, de enkel, enkelblessure
Τυχαίες λέξεις
Αστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: stedelijk, stads, stedelijke, de stedelijke, stad stedelijk, stad
Μεταφράσεις: stedelijk, stads, stedelijke, de stedelijke, stad stedelijk, stad