Ατροφία στα ολλανδικά
Μετάφραση: ατροφία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
atrofie, verschrompeling, atrofie van, atrofie van de, atrophy, spieratrofie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ατροφία
ατροφία εγκεφάλου βικιπαιδεια, ατροφία κολπικού επιθηλίου, ατροφία παρεγκεφαλίδας, ατροφία στομάχου, ατροφία κόλπου, ατροφία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ατροφία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ατονώ στα ολλανδικά - zwakte, zwakheid, zwakke, zwak, zwak punt
- ατραξιόν στα ολλανδικά - varen, gaan, rijden, karren, aantrekkelijkheid, aantrekkingskracht, attractie, ...
- ατσάλι στα ολλανδικά - staal, zwaard, degen, stalen, van staal, ijzer-, ijzer- en
- ατσαλένιος στα ολλανδικά - staal, zwaard, degen, een stalen, stalen, van een stalen
Τυχαίες λέξεις
Ατροφία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: atrofie, verschrompeling, atrofie van, atrofie van de, atrophy, spieratrofie
Μεταφράσεις: atrofie, verschrompeling, atrofie van, atrofie van de, atrophy, spieratrofie