Αυτοβιογραφία στα ολλανδικά
Μετάφραση: αυτοβιογραφία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
autobiografie, autobiografie van, de autobiografie, autobiography, biografie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτοβιογραφία
αυτοβιογραφία του φωτός, αυτοβιογραφία ελισάβετ μαρτινέγκου, αυτοβιογραφία stephen hawking, αυτοβιογραφία του benjamin franklin, αυτοβιογραφία ενός γιόγκι, αυτοβιογραφία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυτοβιογραφία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αυταρχικός στα ολλανδικά - bazig, bazige, bossy
- αυτεξούσιος στα ολλανδικά - verlossen, open, onbelemmerd, afhelpen, onafhankelijk, beheerser, vlot, ...
- αυτοδύναμος στα ολλανδικά - onafhankelijk, zelfstandig, zelfredzaam, zelfstandige, zelfstandig werk
- αυτοκίνητο στα ολλανδικά - automobiel, wagen, kar, auto, de auto, car
Τυχαίες λέξεις
Αυτοβιογραφία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: autobiografie, autobiografie van, de autobiografie, autobiography, biografie
Μεταφράσεις: autobiografie, autobiografie van, de autobiografie, autobiography, biografie