Αυτοματοποίηση στα ολλανδικά

Μετάφραση: αυτοματοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
automatisering, de automatisering, automation, automatiseren, automatisering van
Αυτοματοποίηση στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτοματοποίηση

αυτοματοποίηση τι σημαινει, αυτοματοποίηση συνώνυμο, αυτοματοποίηση βιβλιοθηκών, αυτοματοποίηση παραγωγής, αυτοματοποίηση στην τοπική αυτοδιοίκηση, αυτοματοποίηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυτοματοποίηση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αυτοκόλλητο στα ολλανδικά - spin, dolk, sluitzegel, wervelkolom, stekel, sticker, doorn, ...
  • αυτοματικός στα ολλανδικά - zelfwerkend, automatisch, werktuiglijk, automaten, andere automaten, automatics, de automaten, ...
  • αυτοματοποιώ στα ολλανδικά - automatiseert, automates, automaten, automatiseert de, automatiseert het
  • αυτονομία στα ολλανδικά - autonomie, zelfvoorziening, autarchie, zelfbestuur, zelfstandigheid, de autonomie, autonomie van, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυτοματοποίηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: automatisering, de automatisering, automation, automatiseren, automatisering van